διαδίδω

διαδίδω
diffuser

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Regardez d'autres dictionnaires:

  • διαδίδω — διαδίδω, διέδωσα βλ. πίν. 186 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • διαδίδω — (AM διαδίδω και διαδίδωμι) μεταβιβάζω από άνθρωπο σε άνθρωπο ή από πράγμα σε πράγμα, εξαπλώνω, επεκτείνω 2. κοινολογώ, διασπείρω φήμη, θέτω σε κυκλοφορία (διαδίδεται διαθρυλείται, φημολογείται) 3. (μτχ. παθ. παρακμ.) διαδεδομένος, η, ο (ν) αυτός… …   Dictionary of Greek

  • διαδιδῶ — διαδίδωμι pass on pres subj act 1st sg διαδίδωμι pass on pres ind act 1st sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαδιδῷ — διαδίδωμι pass on pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαλαλώ — (AM διαλαλῶ, έω) μσν. νεοελλ. 1. διακηρύσσω, κοινοποιώ μεγαλόφωνα 2. διαδίδω, διατυμπανίζω, διασαλπίζω 3. (για εμπόρευμα κ.λπ.) διαφημίζω κατά τρόπο επίμονο 4. διαδίδω μυστικό, κοινολογώ μυστικό 5. εκποιώ σε δημοπρασία 6. εκθέτω, διαπομπεύω… …   Dictionary of Greek

  • επιθρυλώ — ἐπιθρυλῶ, έω (Α) 1. ενοχλώ, διαταράσσω 2. διακηρύσσω, δημοσιεύω με θόρυβο 3. διαδίδω για να κατηγορήσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + θρυλώ «διαδίδω»] …   Dictionary of Greek

  • προδιασπείρω — Α διαδίδω κάτι προηγουμένως («προδιασπείρας γὰρ λόγον», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + διασπείρω «διαδίδω, κοινολογώ»] …   Dictionary of Greek

  • πρωτοβγάζω — και πρωτοβγάνω Ν 1. βγάζω κάτι για πρώτη φορά («τώρα αρχίζει να πρωτοβγάζει δόντια») 2. τραβώ κάτι εγώ πρώτος («αυτός πρωτόβγαλε μαχαίρι») 3. ανακοινώνω, κοινοποιώ ή διαδίδω κάτι εγώ πρώτος 4. (σχετικά με έντυπα) εκδίδω, δημοσιεύω πρώτος 5.… …   Dictionary of Greek

  • άγω — (Α ἄγω) 1. οδηγώ, φέρνω, κατευθύνω, διευθύνω στα αρχ. χρησιμοποιείται συνήθως για έμψυχα σε αντιδιαστολή προς το φέρω που χρησιμοποιείται για άψυχα με την ίδια σημασία και χρήση απαντά ήδη στη Μυκηναϊκή (απρμφ. a ke) 2. μεταβαίνω σε κάποιο τόπο,… …   Dictionary of Greek

  • αδιάδοτος — η, ο (Α ἀδιάδοτος, ον) [διαδίδω] νεοελλ. ο μη διαδεδομένος, αυτός που δεν διαδόθηκε ή δεν μπορεί να διαδοθεί, που δεν κυκλοφόρησε στο ευρύ κοινό αρχ. αυτός που δεν διανεμήθηκε ή δεν μπορεί να διανεμηθεί, ο αδιανέμητος …   Dictionary of Greek

  • αναδίδω — και δίνω (Α ἀναδίδωμι) 1. εκφύω, παράγω, φέρω 2. εκβάλλω, εκπέμπω, βγάζω, σκορπίζω (οσμή, φλόγα, καπνό κ.ά.) 3. αναβλύζω, αναβρύω νεοελλ. (αμτβ.) 1. βλαστάνω, φυτρώνω 2. (για φυτά) ευδοκιμώ, προοδεύω 3. ανακτώ τις σωματικές μου δυνάμεις, αναρρώνω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”